ἱερομνήμονα

ἱερομνήμονα
ἱερομνήμων
mindful of sacred
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιερομνημονικός — ἱερομνημονικός, δωρ. τ. ἱερομναμονικός, ή, όν (Α) [ιερομνήμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερομνήμονα …   Dictionary of Greek

  • ιερομνημοσύνη — ἱερομνημοσύνη, δωρ. τ. ἱερομναμοσύνα, ἡ (Α) [ιερομνήμων] το δικαίωμα να εκλέγει κάποιος ιερομνήμονα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”